- κλωτσώ
- (Μ κλωτσῶ, -άω)βλ. κλοτσώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… … Dictionary of Greek